ζαβλάκωμα
Смотреть что такое "ζαβλάκωμα" в других словарях:
ζαβλάκωμα — το [ζαβλακώνω] η ζαβλακωμάρα … Dictionary of Greek
ζαβλάκωμα — το, ατος βλ. ζαβλακομάρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζαβλακομάρα — ζαβλακομάρα, η και ζαβλάκωμα, το, ατος αποβλάκωση, αποχαύνωση: Έχει ζαβλακομάρα από το πολύ πιοτό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)